- αποθαμός
- κ. απεθαμός, ο (Μ ἀποθαμός) [αποθαίνω]ο θάνατοςνεοελλ.πεθαμός, ξεθεωμός, μεγάλη ταλαιπωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεθαμός — και αποθαμός, ο [πεθαίνω] 1. ο θάνατος, το να πεθαίνει κάποιος («αρρώστησε τού πεθαμού» ασθένησε βαρύτατα, είναι ετοιμοθάνατος) 2. μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, μαρτύριο, πολύς κόπος, μεγάλη εξάντληση, καταβασανισμος («αυτή η δουλειά είναι πεθαμός») … Dictionary of Greek